Προχωρά η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων

Μειώνονται σταθερά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα
30 Αυγούστου, 2024
Η αύξηση των καταθέσεων μειώνει το δανεισμό τους από την ΕΚΤ
30 Αυγούστου, 2024
Δείτε τα όλα

Προχωρά η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων

30/08/24

Σημαντική πρόοδο όσον αφορά  τη μείωση του κόστους κινδύνου (Cost of Risk) σημείωσαν το β’ τρίμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες, γεγονός που αντανακλά την περαιτέρω εξυγίανση του “κόκκινου” χαρτοφυλακίου τους, σε συνδυασμό με τις αμελητέες ροές, με τον επίμαχο δείκτη, ωστόσο, να παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα εν συγκρίσει με τον μέσο όρο της Ευρώπης. 

Όπως προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν νωρίτερα μέσα στο μήνα, η μεγαλύτερη μείωση του CoR σε ετήσια βάση επιτεύχθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς (-68 μ.β.), ακολουθούμενη από την Alpha Bank (-17 μ.β.), τη Eurobank (-12 μ.β.) και την Εθνική Τράπεζα (-10 μ.β.), με αμφότερες τις τράπεζες να έχουν βελτιώσει το προφίλ τους, έχοντας λάβει χαμηλότερες προβλέψεις για την απομείωση του κινδύνου.

Πιο αναλυτικά, στην Τράπεζα Πειραιώς το οργανικό κόστος κινδύνου επί των καθαρών δανείων διαμορφώθηκε στις 46 μ.β. το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, από 51 μ.β. το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και 114 μ.β. ένα χρόνο πριν. Σύμφωνα με την τράπεζα, οι προβλέψεις δανείων, εξαιρουμένων εξόδων σχετικών με πωλήσεις “κόκκινων” ανοιγμάτων, προμηθειών εξυπηρέτησης NPEs και των δαπανών συνθετικών τιτλοποιήσεων, διαμορφώθηκαν στα 20 εκατ. ευρώ έναντι 15 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο και 69 εκατ. ευρώ ένα χρόνο πριν, συνέπεια της σταθερής οργανικής διαχείρισης NPEs και του μηδενικού καθαρού νέου σχηματισμού NPEs. Στο β’ τρίμηνο του 2024 δεν καταγράφηκαν προβλέψεις για πώληση χαρτοφυλακίων NPEs, ενώ το εξάμηνο του 2024 οι προβλέψεις δανείων, εξαιρουμένων εξόδων σχετικών με πωλήσεις ΝΡΕs, προμηθειών εξυπηρέτησης NPEs και των δαπανών συνθετικών τιτλοποιήσεων, διαμορφώθηκαν στα 35 εκατ. ευρώ και το οργανικό κόστος κινδύνου στις 48 μ.β. 

Η Alpha Bank από την πλευρά της εμφάνισε κόστος πιστωτικού κινδύνου 57 μ.β. έναντι 69 μ.β. το α’ τρίμηνο του 2024 και 74 μ.β. πριν από ένα χρόνο. Σε οργανικό επίπεδο, οι ζημίες απομείωσης για την κάλυψη πιστωτικού κινδύνου δανείων διαμορφώθηκαν σε 28,1 εκατ. ευρώ ή 31 μ.β. το β’ τρίμηνο του 2024 έναντι 39 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης του προβληματικού χαρτοφυλακίου. Τα έξοδα διαχείρισης δανείων της Cepal ανήλθαν σε 11,7 εκατ. ευρώ έναντι 11,4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ τα έξοδα που σχετίζονται με συναλλαγές συνθετικής τιτλοποίησης άγγιξαν τα 11,7 εκατ. ευρώ από 12,3 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024. Λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των συναλλαγών, το κόστος πιστωτικού κινδύνου ως ποσοστό των χορηγήσεων διαμορφώνεται σε 205 μ.β., εκ των οποίων 148 μ.β. σχετίζονται με συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, έναντι 10 μ.β. το προηγούμενο τρίμηνο. Η συνολική επίπτωση από τις συναλλαγές για το τρίμηνο ανήλθε σε 101,6 εκατ. ευρώ έναντι 6,6 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024.

Στις 69 μ.β. διαμορφώθηκε το πρώτο μισό του 2024 το Cost of Risk της Eurobank έναντι 68 μ.β. το α’ τρίμηνο και 81 μ.β. πριν από ένα χρόνο, με τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων να έχουν μειωθεί κατά 12,6%, σε144 εκατ. ευρώ, ενώ στις 55 μ.β. έκλεισε το κόστος κινδύνου για την Εθνική Τράπεζα από 66 μ.β. το α’ εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με την τράπεζα, οι θετικές τάσεις αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου οδήγησαν σε αναθεώρηση των προβλέψεων για το κόστος πιστωτικού κινδύνου του οικονομικού έτους 2024 σε 60 μ.β. από 65 μ.β. προηγουμένως. 

Η εικόνα στην Ευρώπη 

Πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει το κόστος κινδύνου των ελληνικών τραπεζών, με τις ίδιες να εμφανίζονται επιφυλακτικές ως προς τους μελλοντικούς κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού τους.

Ειδικότερα, μπορεί ο επίμαχος δείκτης να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση, για παράδειγμα, με το 2019, οπότε και είχε διαμορφωθεί στο υψηλό των 132 μ.β., εντούτοις συνεχίζει να είναι υψηλότερος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (περίπου 48 μ.β.). 

Στον αντίποδα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν προσεγγίσει σημαντικά τον δείκτη NPE της Ευρώπης, ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ 4,7% (Alpha Bank) και 3,1% (Eurobank), με το “κόκκινο” στοκ να αγγίζει σήμερα τα 5,5 δισ. ευρώ (1,7 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 1,2 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα και από 1,3 δισ. ευρώ οι Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς). 

Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, η πιο αργή μείωση του κόστους κινδύνου σε σχέση με το προβληματικό απόθεμα υπονοεί ταχύτερη παραγωγή “κόκκινων” ανοιγμάτων στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέφερε και η DBRS σε παλαιότερο report της, παρόλο που υπάρχει περιθώριο μείωσης του κόστους κινδύνου, δεδομένης της σημαντικής βελτίωσης του προφίλ των τραπεζών, αυτό αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο προσεχές μέλλον, καθώς το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να συγκρίνεται σχετικά δυσμενώς κατά μέσο όρο και ενδέχεται να υπάρξει μεγαλύτερη επιδείνωση των δανειακών βιβλίων στο τρέχον περιβάλλον.

ΠΗΓΗ: capital.gr