15/10/2018
Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται συχνά να καταφύγουν στον δανεισμό, είτε από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είτε από τρίτους (π.χ. μέσω έκδοσης ομολογιακών δανείων κ.λπ.). Από φορολογικής πλευράς, το θέμα χρήζει προσοχής καθόσον η έκπτωση των δανειακών τόκων υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις.
Μέγιστο επιτόκιο
Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν εκπίπτουν φορολογικά τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος) για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν από την ημερομηνία δανεισμού.
Από τον περιορισμό αυτό εξαιρούνται τα τραπεζικά και τα διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες.
Σε περίπτωση δανεισμού μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, η αξιολόγηση του ύψους του επιτοκίου (εάν δηλαδή αυτό είναι στο πλαίσιο της αγοράς, ώστε να τηρείται η λεγόμενη «αρχή των ίσων αποστάσεων») γίνεται με την εφαρμογή των ειδικών κανόνων που διέπουν τις ενδοομιλικές συναλλαγές και την αναλυτική τεκμηρίωσή τους.
Φυσικά, για την έκπτωση των τόκων πρέπει να πληρούνται και οι γενικές προϋποθέσεις έκπτωσης των δαπανών ήτοι:
α) Να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης (και όχι π.χ. για την εξυπηρέτηση προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του επιχειρηματία) ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της.
β) Να αντιστοιχούν σε πραγματική (και όχι εικονική) συναλλαγή.
γ) Να εγγράφονται στα τηρούμενα λογιστικά βιβλία της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και να αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Κανόνες υποκεφαλαιοδότησης
Περαιτέρω, κι εφόσον το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων υπερβαίνει τα 3.000.000 ευρώ τον χρόνο, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και οι ακόλουθοι κανόνες υποκεφαλαιοδότησης:
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι οι δαπάνες τόκων δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, στον βαθμό που οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπερβαίνουν το 30% των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA). Ο όρος «πλεονάζουσες δαπάνες τόκων» σημαίνει το πλεόνασμα των δαπανών τόκων έναντι του εισοδήματος από τόκους. Κάθε δαπάνη τόκων που δεν εκπίπτει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μεταφέρεται χωρίς χρονικό περιορισμό.
Ο ανωτέρω περιορισμός δεν εφαρμόζεται για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων. Επίσης, δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, κατά το μέρος που αφορά την εκτέλεση δημοσίου έργου ή την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μέσω σύμβασης παραχώρησης, που έχουν συναφθεί μέχρι και τις 31.12.2014.
Δαπάνες απόκτησης μετοχών
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που μια εταιρεία διανέμει κέρδη, στα οποία περιλαμβάνονται και κέρδη από συμμετοχή σε άλλο νομικό πρόσωπο (μερίσματα), τα οποία έχουν απαλλαγεί της φορολογίας, αυτά δεν μπορεί να εκπέσουν των επιχειρηματικών δαπανών που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή (π.χ. τόκοι δανείου που ελήφθη για την αγορά των μετοχών, από τις οποίες απορρέουν τα απαλλασσόμενα της φορολογίας μερίσματα).
Χαρτόσημο
Επισημαίνεται ότι τα δάνεια που συνάπτονται στην Ελλάδα μεταξύ επιχειρήσεων (είτε υπάρχει σχετική έγγραφη σύμβαση είτε το δάνειο προκύπτει σαφώς από τις εγγραφές στα λογιστικά τους βιβλία), αλλά και οι απορρέοντες τόκοι, υπόκεινται σε αναλογικό χαρτόσημο 2,4% (επί του κεφαλαίου του δανείου και του ποσού των τόκων). Το χαρτόσημο δεν οφείλεται στα ομολογιακά και στα τραπεζικά δάνεια. Στα τραπεζικά επιχειρηματικά δάνεια οφείλεται η εισφορά του ν. 128/1975, που ανέρχεται ετησίως σε 0,6% επί του υπολειπόμενου δανείου.
Πηγή: Καθημερινή
Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία, χρησιμοποιούμε τεχνολογίες όπως cookies για την αποθήκευση και/ή την πρόσβαση στις πληροφορίες της συσκευής σας. Η συναίνεση σας στην χρήση αυτών των τεχνολογιών θα μας επιτρέψει να επεξεργαστούμε δεδομένα όπως συμπεριφορά περιήγησης ή μοναδικά IDs σε αυτον τον ιστότοπο. Η μη συναίινεση ή η άρση αυτής μπορεί να επηρεάσει αρνητικά ορισμένες λειτουργίες.