Με επενδύσεις 95 δισ. μέχρι το 2030 το νέο ΕΣΕΚ

Ψηφιακό «κυνήγι» της φοροδιαφυγής
26 Αυγούστου, 2024
Παγίδα σε οφειλέτες με το ενιαίο πιστοποιητικό ενημερότητας
26 Αυγούστου, 2024
Δείτε τα όλα

Με επενδύσεις 95 δισ. μέχρι το 2030 το νέο ΕΣΕΚ

26/08/24

Σε διαβούλευση ο αναθεωρημένος οδικός χάρτης 65,3 για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το 2050

Τον «οδικό χάρτη» για την επίτευξη των ενδιάμεσων στόχων για την ενέργεια και το κλίμα μέχρι το 2030 αλλά και το «net zero» το 2050 αποτυπώνει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που τέθηκε χθες σε δημόσια διαβούλευση.

Το υπό διαβούλευση αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αναλύει, μεταξύ άλλων, πού θα κατευθυνθούν τα 95 δισ. ευρώ επενδύσεων που προβλέπει έως το τέλος της δεκαετίας.

Σημειώνεται ότι η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ προέκυψε σε συνέχεια σχετικής υποχρέωσης από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και στόχο έχει την αναπροσαρμογή της εθνικής στρατηγικής στα νέα δεδομένα που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια. «Από το έτος 2019, όταν καταρτίστηκε για πρώτη φορά το ΕΣΕΚ, έχουν πραγματοποιηθεί τεράστιες αλλαγές στον κόσμο – αλλαγές που το νέο ΕΣΕΚ καλείται να ενσωματώσει», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες του κειμένου.

Η πλειονότητα των επενδύσεων (69%) θα απαιτηθούν για την υιοθέτηση σημαντικών αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης, ύψους 65,3 δισ. ευρώ. Για τη διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, της επέκτασης και της ενίσχυσης των δικτύων, καθώς και των σταθμών αποθήκευσης, οι συνολικές επενδύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν ανέρχονται σε 28,8 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο.

Από εκεί και πέρα το συνολικό ποσό των 95 δισεκατομμυρίων ευρώ καταμερίζεται ανά τομέα κατά 50,2% στις μεταφορές, 14,4% στον οικιακό τομέα, 13% στην παραγωγή και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, 10,6% σε δίκτυα ηλεκτρισμού, 2,7% στον τριτογενή τομέα, 2,3% στο CCUS, 1,9% στον βιομηχανικό τομέα, 0,8% σε αέρια και υγρά εναλλακτικά καύσιμα και 0,2% στον αγροτικό τομέα.

Αν και το τελικό νούμερο είναι κάτω των 100 δισ. ευρώ, έναντι των 200 δισ. του αρχικού προσχεδίου που είχε σταλεί στη Κομισιόν πέρυσι, εντούτοις κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό ότι, ανάγοντάς το σε ετήσια βάση, αντιστοιχεί σε πάνω από 15 δισ. ευρώ για την εξαετία 2025-2030. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω νούμερα περιλαμβάνουν εξίσου ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, ενώ δεν περιλαμβάνουν τα κόστη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που έχει ήδη αρχίσει (φυσικές καταστροφές από ξηρασίες, φωτιές, πλημμύρες και καταιγίδες και επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή).

Για την ακόλουθη περίοδο 2031-2050 οι προβλεπόμενες επενδύσεις για την επίτευξη του «net zero» ανέρχονται στα 332 δισ. ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος, 241 δισ. ευρώ. να αφορά τον τομέα της ζήτησης ενέργειας και τα υπόλοιπα 90,9 δισ. ευρώ τον τομέα παραγωγής ενέργειας.

Κόστος ενέργειας

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, προκύπτει ότι το μέσο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος θα βαίνει μειούμενο καθώς θα διεισδύουν οι ΑΠΕ και καθώς θα αποσβένονται οι σχετικές επενδύσεις. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα υπάρχουν έντονες διακυμάνσεις στις τιμές τόσο εποχικές όσο και εντός της ημέρας. Ειδικότερα, το εκτιμώμενο συνολικό μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ξεκινάει από τα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2025 και μειώνεται ανά πενταετία μέχρι το 2050 ως εξής: 139 ευρώ/MWh το 2030, 125 ευρώ/MWh το 2035, 116 ευρώ/MWh το 2040, 109 ευρώ/MWh το 2045 και 96 ευρώ/MWh το 2050.

Μοντέλο αγοράς

Αναλυτικότερα, το ΕΣΕΚ επεξηγεί ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ επιφέρει αύξηση του κόστους για τα δίκτυα και τα αποθηκευτικά μέσα, λόγω των αναγκαίων επενδύσεων στους τομείς αυτούς. Το ανά μονάδα όμως κόστος για τα δίκτυα μειώνεται λόγω της αυξημένης διακινούμενης ενέργειας. Είναι αξιοσημείωτο πως η δομή του κόστους της ηλεκτροπαραγωγής μετατοπίζεται σταθερά από μεταβλητό κόστος σε πάγιο κόστος για τα απασχολούμενα κεφάλαια και τη συντήρηση των εξοπλισμών, ενώ το μεταβλητό κόστος τείνει προς ένα ελάχιστο ποσοστό επί του συνόλου μακροχρόνια. Μάλιστα, σε συνέχεια των νέων δεδομένων που προκύπτουν ως προς τη δομή του κόστους, οι συντάκτες του σχεδίου αναφέρουν ότι θα πρέπει να ακολουθήσει επανεξέταση του μοντέλου της αγοράς εν συνόλω, καθώς «κρίνεται ανεπαρκές να εντοπίσει και να αναδείξει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο το πραγματικό κόστος». Αυτό συμβαίνει γιατί το τρέχον μοντέλο της αγοράς βασίζεται στο σταδιακά αυξανόμενο (incremental) κόστος κάθε τεχνολογίας βάσει του μεταβλητού κόστους, κυρίως δηλαδή του κόστους καυσίμου της.

Η προσέγγιση αυτή σε περιβάλλον με πολύ χαμηλά μεταβλητά κόστη καθίσταται αναποτελεσματική και πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια ριζική επανεξέταση του μοντέλου αγοράς ηλεκτρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά δεύτερον, η μεγαλύτερη έμφαση σε σταθερά κόστη, πέραν της μείωσης των τιμών, αναμένεται να προσδώσει και το χαρακτηριστικό της μεγαλύτερης σταθερότητας και προβλεψιμότητας στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Βασικές προτεραιότητες

Η βασική «στοχοθεσία» συνοψίζεται στη ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ, την αποθήκευση των ΑΠΕ, την ενεργειακή απόδοση, την ψηφιοποίηση, ενίσχυση ανθεκτικότητας και βέλτιστη χρήση των ηλεκτρικών δικτύων, τον εξηλεκτρισμό των οδικών μεταφορών, τα κλιματικά ουδέτερα εναλλακτικά καύσιμα, το σύστημα αερίων καυσίμων, τη βιο-οικονομία, τη δημιουργία οικονομίας πράσινου υδρογόνου, την καινοτομία και συστηματικές λύσεις στη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), την υποστήριξη νέων βιομηχανιών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν εγχώρια αλυσίδα αξίας για τις τεχνολογίες της πράσινης ενεργειακής μετάβασης και την προσαρμογή στη κλιματική αλλαγή.

Οι 3 περίοδοι ανάπτυξης του ΕΣΕΚ

*** Α’ Περίοδος (2025-2030): Ταχεία διείσδυση ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή και κατασκευή υποδομών εξηλεκτρισμού της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.

*** Β’ Περίοδος (2030-2040): Ταχύς εξηλεκτρισμός της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.

*** Γ’ Περίοδος (2040-2050): Ταχεία ανάπτυξη παραγωγής πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων.

Ως προς την πρώτη περίοδο, η έμφαση θα δοθεί στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ξεχωρίζοντας τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά, δηλαδή τις δύο κυριότερες, σήμερα, «πράσινες» τεχνολογίες που έχουν ωριμάσει και παράγουν ηλεκτρισμό με ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων. Τα σχέδια της περιόδου περιλαμβάνουν επίσης επενδύσεις σε υδροηλεκτρικά, συστήματα αποθήκευσης (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά), καθώς και την αναβάθμιση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες.

Παράλληλα προβλέπεται η επέκταση και ενίσχυση των εσωτερικών δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ειδική μνεία γίνεται για τα υπεράκτια αιολικά και την ανάπτυξη της οικείας εφοδιαστικής αλυσίδας που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση των σχεδιαζόμενων έργων στις ελληνικές θάλασσες. Το πρόγραμμα της επόμενης εξαετίας περιλαμβάνει επίσης την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών, την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων (μονώσεις, ενεργειακά αποδοτικές συσκευές, αντλίες θερμότητας και συστήματα αυτοπαραγωγής ΑΠΕ), καθώς και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.

Βιομεθάνιο – υδρογόνο

Επίσης δρομολογούνται τα πρώτα βήματα στην παραγωγή βιομεθανίου προς υποκατάσταση του φυσικού αερίου, στην παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα μεταφορών με έμφαση στην παραγωγή προηγμένων βιοκαυσίμων για την αεροπλοΐα στα διυλιστήρια και η εγκατάσταση των πρώτων εμπορικών μονάδων παραγωγής πράσινου υδρογόνου, κυρίως για παραγωγή ανανεώσιμων συνθετικών καυσίμων στα διυλιστήρια (συνθετική κηροζίνη, συνθετική μεθανόλη). Παράλληλα, διατηρείται η αύξηση στον ρυθμό εξηλεκτρισμού των ελαφρών οδικών μεταφορών, με επέκταση παράλληλα των υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ εκκινεί και η ανάπτυξη υποδομών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελλιμενισμένα πλοία (cold ironing) στα λιμάνια και επεκτείνεται η ηλεκτροκίνηση των τρένων. Στον τομέα των βαρέων οδικών μεταφορών και των πλοίων, επιδιώκεται η διείσδυση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου, καθώς και του bio-LNG.

Τον «καμβά» της περιόδου συμπληρώνει, μεταξύ άλλων, το φυσικό αέριο που διατηρεί σημαίνοντα ρόλο στο ενεργειακό μίγμα. Συγκεκριμένα, η χρήση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή μειώνεται, αλλά το φυσικό αέριο συνεχίζει να έχει ρόλο για την ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής. Αντίστοιχα, η χρήση των ορυκτών καυσίμων στους τομείς εκτός ηλεκτροπαραγωγής μειώνεται, αλλά με συγκρατημένο ρυθμό. Η ανάπτυξη των δικτύων φυσικού αερίου την περίοδο αυτή γίνεται λελογισμένα, εξετάζοντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως οι επόμενες φάσεις της ενεργειακής μετάβασης, οι κλιματολογικές συνθήκες/ζώνες κ.λπ.

Διαμετακομιστικός ρόλος

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΣΕΚ κάνει ειδική αναφορά στον διαμετακομιστικό ρόλο της χώρας προς τη Βαλκανική μέσα από την αξιοποίηση σειράς αγωγών και άλλων υποδομών που διατρέχουν την επικράτεια της Ελλάδας. Αναφέρει συγκεκριμένα, αφήνοντας σχετικό «παράθυρο» για επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου, ότι «Περαιτέρω επενδύσεις ανάπτυξης ή ενίσχυσης της μεταφορικής ικανότητας του Συστήματος Μεταφοράς δικαιολογούνται μόνο υπό το πρίσμα της επαύξησης της εξαγωγικής ικανότητας και στη βάση μεσομακροπρόθεσμης κάλυψης της περιφερειακής ζήτησης για αέριο καύσιμο, εφόσον καταγράφεται σχετική ζήτηση από την αγορά».

Ως προς περιόδους Β’ και Γ’ που εκτείνονται χρονικά μέχρι το 2050, το διακύβευμα αφορά την προώθηση και αξιοποίηση τεχνολογιών που θα έχουν ωριμάσει, επιτυγχάνοντας σημαντική μείωση στο κόστος τους. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν τις μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων, τις αντλίες θερμότητας κ.λπ. Κατά τη Β’ περίοδο, οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες Φ.Α. (οι οποίες θα επηρεάζονται και από το αυξημένο κόστος δικαιωμάτων εκπομπής ΑτΘ) θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μίγμα για τη δεκαετία αυτή. Μέχρι το έτος 2040 θεωρείται ότι θα έχει αναπτυχθεί τεχνικά και οικονομικά η παραγωγή, και κυρίως η χρήση, υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων, γεγονός που θα επιτρέψει τη διείσδυσή τους στους τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως οι βαριές οδικές μεταφορές και ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι.

Το μίγμα του 2030

Στο διΆ ταύτα του εθνικού σχεδίου που αφορά την επιτάχυνση εξηλεκτρισμού του ενεργειακού προφίλ της χώρας, οι στόχοι μιλούν για εγκατεστημένη ισχύ μονάδων, ίση με 36,49 GW το 2030 (από 22,6 GW το 2022). Αυξημένη δηλαδή κατά 61%. Στο ολοένα και πιο στοχαστικό ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα της χώρας, τη μερίδα του λέοντος θα κατέχουν με 66% οι ΑΠΕ, ακολουθούμενες από το φυσικό αέριο με 21% και τα υδροηλεκτρικά με λίγο πάνω από 10%. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο αντίστοιχο μίγμα του 2022 οι ΑΠΕ συμμετείχαν με 45%.

Αναλυτικά, η εγκατεστημένη ισχύς στην ηλεκτροπαραγωγή ανά τεχνολογία το 2030 θα απαρτίζεται από 10,8 GW αιολικών πάρκων (8,9 GW χερσαία και 1,9 GW θαλάσσια), 13,5 GW φωτοβολταϊκών, 3,4 GW μεγάλων υδρολεκτρικών και 0,33 GW μικρών, μηδΈν λιγνίτη, 0,19 GW πετρελαϊκών μονάδων, 0,08 GW βιομάζας και από 7,88 GW μονάδων φυσικού αερίου.

Στο σκέλος των μπαταριών, ο πήχης έχει ανέβει στα 4,32 GW, δηλαδή ακόμη ψηλότερα από τις προ μηνός πληροφορίες, όντας αυξημένος κατά σχεδόν 40% από το νούμερο του περσινού draft (3,1 GW), ενώ για την αντλησιοταμίευση το κείμενο μιλά για 1,74 GW.

Αθροιστικά, συγκεντρώνεται μια δύναμη πυρός 6,07 GW στην αποθήκευση, ως ο μόνος τρόπος για να στηριχθεί η αθρόα διείσδυση των ΑΠΕ, μαζί φυσικά με τις αναπόφευκτες περικοπές πράσινης ενέργειας και τηΝ προσπάθεια μετατόπισης μέρους της ζήτησης από τα βράδια στα μεσημέρια. Δύο πολιτικές παρεμβάσεις του ΥΠΕΝ, που αμφότερες αναμένεται να ανακοινωθούν μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Παραγωγή

Στο ερώτημα πόση ενέργεια θα παράγουμε ως χώρα το 2030, η απάντηση είναι 59,3 TWh (ή 61,1 TWh μαζί με τις εκτιμώμενες εισαγωγές), δηλαδή 14% περισσότερη από το 2022. Και στο ερώτημα αν όλη αυτή η παραγωγή, κατά κύριο λόγο πράσινη, συμβαδίζει με τις ανάγκες μας, τα νούμερα δείχνουν ότι η καθαρή κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε 56,2 TWh (2030) έναντι 51,7 (2022), δηλαδή μια αύξηση 9%.

Κατοικίες

Κρίσιμη παράμετρος για την επίτευξη των φιλόδοξων ενεργειακών και κλιματικών στόχων παραμένει η απανθρακοποίηση του κτιριακού τομέα, ήτοι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος της χώρας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ, ο ετήσιος ρυθμός ανακαίνισης κτιρίων πρώτης κατοικίας την περίοδο 2025-2030 θα ανέλθει σε 68 χιλιάδες ανακαινίσεις (408.000 στην εξαετία). Αντίστοιχα, την περίοδο 2031-2040 ο ετήσιος ρυθμός ανακαίνισης θα μειωθεί στις 64.000 ανακαινίσεις, ενώ σημαντική αύξηση αναμένεται να επιτευχθεί την περίοδο 2041-2050, στις 83 χιλιάδες, με σκοπό την απανθρακοποίηση του οικιακού τομέα.

Ηλεκτροκίνηση

Ως προς το κομμάτι της ηλεκτροκίνησης, το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει δύο σενάρια, με το δεύτερο να υιοθετεί πιο αυξημένους στόχους έως το 2030. Σε κάθε περίπτωση το βάρος μέχρι το 2030 πέφτει στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης και όχι στην αύξηση του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων (τουλάχιστον στο σενάριο βάσης). Επιπρόσθετα το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι ο αναγκαίος συνολικός αριθμός δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης εκτιμάται σε περίπου 40.000 έως 100.000 σημεία για το έτος 2030, όταν μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2023, σύμφωνα τα στοιχεία που περιλαμβάνει το ΕΣΕΚ, είχαν εγκατασταθεί 4.014 δημοσίως προσβάσιμα σημεία φόρτισης σε όλη την επικράτεια.

ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr