«Κατάσχεση» επιβάλλεται σε αδικαιολόγητα ποσά καταθέσεων

ΤτΕ: Αύξηση κατά 384 εκατ. ευρώ των ιδιωτικών καταθέσεων τον Απρίλιο – Μείωση δανείων
31 Μαΐου, 2024
Προσφυγή στη Δικαιοσύνη για τα τεκμήρια
4 Ιουνίου, 2024
Δείτε τα όλα

«Κατάσχεση» επιβάλλεται σε αδικαιολόγητα ποσά καταθέσεων

03/06/2024

Οι 18 βασικοί κανόνες ελέγχου – φορολογίας βάσει νομοθεσίας, εγκυκλίων και αποφάσεων της ΑΑΔΕ

Με τεράστιου ύψους ποσά πρόσθετων φόρων, προστίμων και τόκων επιβαρύνονται όσοι φορολογούμενοι εντοπίζονται από τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ να έχουν φυγαδεύσει στις τράπεζες αγνώστου προελεύσεως κεφάλαια.

Τα αγνώστου προελεύσεως κεφάλαια χαρακτηρίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία ως «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία».

Τα ποσά που καλούνται να πληρώσουν οι εν λόγω φορολογούμενοι μπορεί να φθάσουν αθροιστικά περίπου στο 100% των αποκρυβέντων ποσών, εφόσον από το έτος στο οποίο αποκτήθηκαν και δεν δηλώθηκαν μέχρι το έτος στο οποίο αποκαλύφθηκαν μεσολαβεί το ανώτατο χρονικό όριο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων, που είναι η δεκαετία, από τη λήξη του έτους υποβολής της σχετικής φορολογικής δήλωσης.

Ντόμινο προσαυξήσεων

Κι αυτό διότι τα αποκρυβέντα αυτά ποσά φορολογούνται με 33% από το πρώτο ευρώ και εν συνεχεία το ποσό του φόρου που προκύπτει προσαυξάνεται περαιτέρω με πρόστιμο 50% λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, καθώς επίσης και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίοι «τρέχουν» με 0,73% μηνιαίως. Επιπλέον, εφόσον τα αποκρυβέντα ποσά αφορούν χρήσεις – φορολογικά έτη της περιόδου 2012-2023 επιβάλλεται και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, με τα αναλογούντα ποσά προστίμων και τόκων.

Πρόσφατο παράδειγμα η περίπτωση φορολογούμενου που ελέγχθηκε το 2023 για εισοδήματα της χρήσης 2012 (του οικονομικού έτους 2013) και εντοπίστηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς καταθέσεις ποσών συνολικού ύψους 6,33 εκατ. ευρώ που δεν δικαιολογούνταν από τα εισοδήματα που συμπεριέλαβε στη φορολογική του δήλωση. Στον φορολογούμενο αυτόν επιβλήθηκαν πρόσθετοι φόροι, πρόστιμα και τόκοι συνολικού ύψους 6,28 εκατ. ευρώ.

Στο στόχαστρο των ελεγκτών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) μπαίνουν κάθε χρόνο φορολογούμενοι με μεγάλα υπόλοιπα στις τραπεζικές τους καταθέσεις, καθώς επίσης και όσοι δέχονται ή αποστέλλουν εμβάσματα μεγάλου ύψους. Τα ποσά που διαπιστώνεται ότι έχουν κατατεθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φορολογούμενου «πρωτογενώς» (δηλαδή τα κεφάλαια που δεν προέρχονται από μεταφορά από άλλους λογαριασμούς του) μέσα σε ένα έτος συγκρίνονται με τα εισοδήματα και τα έσοδα που συμπεριέλαβε στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του ίδιου έτους. Κι αφού συνυπολογιστούν και οι αναλήψεις από τους ίδιους λογαριασμούς και συνδυαστούν με τις δαπάνες που πραγματοποίησε και εμφανίζονται στη φορολογική του δήλωση, προσδιορίζονται τα ποσά τα οποία τελικά δεν δικαιολογούνται από τα εμφανή εισοδήματα και έσοδά του. Τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται από τους φοροελεγκτές «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία».

Οι μηχανισμοί του ελέγχου των καταθέσεων που διαθέτει η ΑΑΔΕ είναι:

*** Το Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών, που παρακολουθεί τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου.

*** Το Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής / οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά / οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.

Τα 18 SOS

Τον τρόπο ελέγχου και φορολογίας των αδικαιολόγητων ποσών που εντοπίζονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένων ορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, οι εγκύκλιοι που κατά καιρούς έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ και οι αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ επί ενδικοφανών προσφυγών. Σύμφωνα με τις 18 σημαντικότερες ισχύουσες διατάξεις και οδηγίες:

1. Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

2. Ο φορολογούμενος, εφόσον κληθεί από την εφορία, φέρει το βάρος της απόδειξης για την πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση της περιουσίας του φορολογείται με συγκεκριμένες διατάξεις, ή ότι απαλλάσσεται με ειδική διάταξη.

3. Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με συντελεστή 33% συν πρόστιμα και τόκους και επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.

4. Η προσαύξηση της περιουσίας μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, μετοχές, τοκομερίδια, καταθέσεις κ.λπ.

5. Οι φορολογούμενοι, οι υποθέσεις των οποίων ελέγχονται, μπορούν να δικαιολογήσουν την οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας με επιπλέον εισοδήματα τα οποία δεν εμφανίζονται στη φορολογική τους δήλωση, επικαλούμενοι τα επιπλέον έσοδα που είχαν αποκτήσει από τις δραστηριότητές τους και εφόσον αυτά αποδεικνύονται.

6. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας διαπιστωθεί κατά τον έλεγχο, προκειμένου να φορολογηθεί ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, απαιτείται να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται τα πραγματικά στοιχεία και επίσης να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν ή όχι τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.

7. Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.

8. Για τη δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων που στο παρελθόν δεν υπήρχε η υποχρέωση της αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα, είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (π.χ., τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών), πρέπει να αποδεικνύονται με τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά.

9. Επίσης, σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο φορολογούμενος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κ.λπ., πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο να καταβάλλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ., τέλη χαρτοσήμου, φόρος γονικής παροχής, φόρος δωρεάς κ.λπ.).

10. Μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να εξετάζονται και να διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μη δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.

11. Μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.

12. Ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.

13. Δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.

14. Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.

15. Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή.

16. Ο φορολογούμενος οφείλει, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών του φορολογίας εισοδήματος.

17. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του, και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης φοροδιαφυγής.

18. Η μεταφορά χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επαυξάνει την περιουσία του, τουλάχιστον εφόσον αυτός είναι ο μοναδικός δικαιούχος του πρώτου λογαριασμού.

ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr